πεζοπορία


ΠΕΖΟΠΟΡΙΑ ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΡΑΧΘΟΥ

Φορέσαμε λοιπόν ένα πρωινό τα αθλητικά μας. Ζωστήκαμε στις πλάτες τα σακίδια με όλα τα απαραίτητα δηλαδή.. πορτοφόλι, κινητό, μάσκαρα, λιπγκλος. Έξτρα στο δικό μου όλα τα εξαρτήματα της φωτογραφικής μηχανής (δεύτερο φακό, εφεδρικές μπαταρίες και τα συναφή). Σε κανένα απ’ τα δυο σακίδια όμως, μα ΣΕ ΚΑΝΕΝΑ, δεν υπήρχε.. νερό!

Εδώ πρέπει να σου εξηγήσω τί ακριβώς σκεφτόμουν. Μου είχε δημιουργηθεί λοιπόν η εντύπωση πως αφού θα περπατούσαμε δίπλα στο ποτάμι θα βρίσκαμε πηγές με τρεχούμενο νερό. Οι οποίες πηγές, κατά ένα περίεργο τρόπο, θα υπήρχαν εκεί (άκου τώρα) μόνο και μόνο για να μας ξεδιψάσουν την ώρα την δύσκολη!..

Στο μυαλό της Άντζελας πάλι δεν ξέρω τι υπήρχε. Ένα είναι σίγουρο, πως σε κανένα από τα δυο μυαλά (λέμε τώρα) δεν πέρασε η σκέψη πως με τόσες ώρες περπάτημα θα έπρεπε να πάρουμε μαζί ένα μπουκάλι με νερό.

Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι!

Πήραμε που λες στα χέρια τις μπαστούνες που μας βρήκε ο Γιώργος. Γνέψαμε καταφατικά στις οδηγίες που μας έδωσε να ακολουθούμε τα σημάδια που υπήρχαν σε όλη την διαδρομή για να μη χαθούμε και ξαμοληθήκαμε.


Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΔΙΠΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ



(βλέπεις πάνω στο δέντρο το κόκκινο Α1 ; Αυτά τα σημάδια έπρεπε να ακολουθούμε για να είμαστε στην σωστή πορεία. Αλλιώς είναι τόσο πυκνό και δαιδαλώδες το δάσος που πολύ εύκολα χάνεσαι.

Η διαδρομή ξεκινά από την γέφυρα της Πολιτσάς και καταλήγει στην Σκούπα. 15 μαγευτικά χιλιόμετρα έχοντας τον Άραχθο στο πλάι και μπροστά τον πιο υπέροχο φθινοπωρινό πίνακα ζωγραφικής.. την ελληνική φύση!

Στην αρχή όλα ήταν χαρωπά. Ο καιρός ζεστός και ηλιόλουστος. Βιάστηκα μάλιστα να πετάξω την μαγκούρα που κρατούσα γιατί ήθελα να έχω τα χέρια ελεύθερα για την φωτογραφική μηχανή.




Και περπατούσαμε. Και γελούσαμε. Και ανεβαίναμε. Και κατεβαίναμε. Και σταματούσαμε κάθε τρεις και λίγο για να φωτογραφίζω. Και δώστου πάλι περπατούσαμε. Και δώστου ανεβαίναμε. Και δώστου κατεβαίναμε.

Χαιρετηθήκαμε με τους γερμανούς(;) ποδηλάτες που μας προσπέρασαν. Ξέρεις τα γνωστά γκουντμόρνινγκ, χελόου και τα συναφή του Καίμπριτζ που μάθαμε προ αμνημονεύτων ετών στο φροντιστήριο της γειτονιάς..



ΠΕΖΟΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΔΙΨΑ



Χαθήκαμε κανα δυο φορές και σκορπιστήκαμε δεξιά κι αριστερά ψάχνοντας για τα σημάδια..

Με τούτα και με κείνα πέρασαν αρκετές ώρες και το στόμα άρχισε να στεγνώνει.

Η δίψα με έσπρωξε να σκύψω ως το έδαφος και να προσπαθήσω με την φούχτα να φέρω μέχρι το στόμα μου λίγο απ’ το νερό που κυλούσε.. μάταια όμως.




Σταδιακά η ανάγκη για νερό γινόταν όλο και πιο έντονη, είχαμε περπατήσει πάνω από την μισή διαδρομή κι εγώ είχα κορακιάσει!

Έτσι αποφασίσαμε να διακόψουμε την πορεία και να αρχίσουμε να ανεβαίνουμε από την όχθη του ποταμού προς τα επάνω στο βουνό για να βγούμε στον δρόμο..




Αυτό ήταν το δυσκολότερο κομμάτι. Είχε πια μεσημεριάσει, ο ήλιος μας έκαιγε το πρόσωπο, ήμασταν μούσκεμα στον ιδρώτα και περπατούσαμε πια ένα τελείως ανηφορικό δρόμο με την δίψα να μας βασανίζει.


Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ



Κανά δυο πηγές με βρυσούλα που συναντήσαμε δεν είχαν νερό. Αργότερα μάθαμε ότι οι ντόπιοι το κόβουν γιατί τον χειμώνα με τα χιόνια το νερό παγώνει.

Κι ενώ η δίψα με είχε εξαντλήσει και σερνόμουν σαν την Βλαχοπούλου στην έρημο πίσω από την Άντζελα, αντικρίσαμε κάποιο σπίτι όπου υπήρχε ανθρώπινη παρουσία.

Η Άντζελα μπήκε στην αυλή και πλησίασε στην βρύση με το λάστιχο ενώ παράλληλα φώναζε αν υπήρχε κάποιος εκεί. Εγώ ούτε να μιλήσω δεν είχα κουράγιο. Από το εσωτερικό του σπιτιού βγήκε ένας πολύ ευγενικός κύριος ο οποίος μόλις μας είδε στα χάλια που ήμασταν έσπευσε να φέρει δυο ποτήρια κι ένα μεγάλο μπουκάλι με νερό.

Το αστείο ήταν πως η Άντζελα είχε σκύψει κι έπινε ήδη νερό από την βρύση. Ενώ εγώ πήρα με λαχτάρα σε κάθε χέρι από ένα ποτήρι κι αφού άδειασα μονοκοπανιά τα δυο πρώτα, τα έδωσα αμέσως πίσω για εκ νέου γέμισμα. Και συνέχισα να πίνω.

Ο άνθρωπος – καλή του ώρα – μας κάλεσε να μείνουμε να ξεκουραστούμε. Προσφέρθηκε να μας βγάλει λίγο γλυκό ή ένα χυμό. Αρνηθήκαμε ευγενικά. Έτσι, αφού πήραμε πληροφορίες για το πού ακριβώς βρισκόμασταν και ένα μπουκάλι με νερό πεσκέσι, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε να περπατάμε για να επιστρέψουμε πια στο ξενοδοχείο καθώς σε λίγες ώρες θα άρχιζε να σκοτεινιάζει..


ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΒΑΣΗ ΜΑΣ



Διανύσαμε μια μεγάλη απόσταση προτού συναντήσουμε τον κεντρικό δρόμο κι αρχίσουμε να περπατάμε πια σε δρόμο «βατό» και ίσιο..

Όμως η ώρα είχε περάσει, ο ήλιος είχε κρυφτεί πια πίσω από τα βουνά κι εμείς βιαστήκαμε να βάλουμε τις μπλούζες που μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε δεμένες στην μέση καθώς ο ιδρώτας είχε αρχίσει να παγώνει και το κρύο να γίνεται διαπεραστικό.

Αποφασίσαμε λοιπόν να αφήσουμε τις ντροπές στην άκρη και να τηλεφωνήσουμε στο ξενοδοχείο να παρακαλέσουμε τον Γιώργο να έρθει να μας μαζέψει..

Έτσι κι έγινε..

Μετά από λίγη ώρα είδαμε με μεγάλη ανακούφιση την Νίκη που ήρθε με το αυτοκίνητο να μας βρει για να μας γυρίσει στην βάση μας.

Το θετικό της όλης ιστορίας ήταν πως τις επόμενες μέρες καμιά από τις δυο μας δεν ήταν πιασμένη καθώς η καθημερινή άσκηση με το ποδήλατο για μένα και η γυμναστική απ’ την μεριά της Άντζελας είχαν αποδώσει καρπούς..

Κι αν με ρωτήσεις θα σου πω ότι θα το ξανάκανα με μεγάλη χαρά, αρκεί να είχα μαζί μου.. νεράκι!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πως να αποθηκευσουμε την σιδερωστρα μας

Διαβάσαμε Μίλι & Μάγκνους 3: Η ληστεία της Αυτοκράτειρας

Αμέλια Ερχαρτ- εκδόσεις Παπαδόπουλος